Παρασκευή 3 Ιουλίου 2015

ΜΠΡΟΣ ΓΚΡΕΜΟΣ ΚΑΙ ΠΙΣΩ ΡΕΜΑ;

                                    

Την 1η Ιανουαρίου του 1981, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής μας έβαζε επίσημα και σχεδόν με το ζόρι στην Ε.Ο.Κ., αφού το μεγαλύτερο μέρος του λαού ήταν εναντίον της ένταξης, κάτι το οποίο ο ίδιος πλήρωσε, προφανώς εν γνώσει του, με ήττα στις εκλογές που έγιναν το ίδιο έτος.
Από το ΄81 και μετά, συντελέστηκαν στη χώρα μας μεγάλες αλλαγές, σε αρμονία με το ομώνυμο σύνθημα του ΠΑ.ΣΟ.Κ.  Ο Ανδρέας, αφού αποκήρυττε μετά βδελυγμίας την Ε.Ο.Κ. κάνοντας σύνθημα στα χείλη του λαού, το «Ε.Ο.Κ. και Ν.Α.Τ.Ο. το ίδιο συνδικάτο», με χαρά δεχόταν τις χορηγίες αυτού του κατά τα’ άλλα εχθρικού «συνδικάτου».
Σταδιακά, το κοινωνικό γίγνεσθαι αλλάζει. Κόσμος διορίζεται στο δημόσιο κατά κόρον, δημιουργώντας το «τέρας» που ζήσαμε τα προηγούμενα έτη. Αγρότες λαμβάνουν επιδοτήσεις για να καταστρέφουν υγιείς καλλιέργειες, ακολουθώντας τις νόρμες της Ευρώπης και οδηγούνται σε μονοκαλλιέργειες, διαλύοντας σταδιακά την παραγωγή τους. Το κομματικό κράτος ενισχύεται όπως και οι διορισμοί «ημετέρων», ενώ το όνειρο κάθε νέου είναι μια θέση στο Δημόσιο. Ο «αυριανισμός» γίνεται σχολή σκέψης και δημιουργεί ήθος  και ο λαός συνηθίζει τον λαϊκισμό.
Από τότε ξεκίνησαν οι παθογένειες του νεοελληνικού κράτους, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό μας οδήγησαν στην κατάσταση του σήμερα. Φοροδιαφυγή, μαύρο χρήμα, διαφθορά και ο κατάλογος δεν έχει τέλος. Δεν θα αναφέρουμε τα χιλιοειπωμένα (και σωστά) για τη ζήλεια του Έλληνα προς τα αγαθά του γείτονα και τον υπέρμετρο δανεισμό του για αγορά σπιτιού, αυτοκινήτου, εξοχικού κ.ο.κ. Θα σταθούμε όμως στη λογική του εύκολου κέρδους, της σπατάλης, της ήσσονος προσπάθειας και της λαμογιάς που υιοθέτησε ο νεοέλληνας.
Κάποτε οι Έλληνες ήταν οι άνθρωποι του μόχθου και της εργασίας, ήξεραν ότι «τα αγαθά κόποις κτώνται» και ήξεραν ότι θα πρέπει να ιδρώσουν για το μεροκάματο. Ήξεραν ότι οι πόροι τους ήταν περιορισμένοι και γι’ αυτό είχαν μάθει στην οικονομία, δεν πετούσαν εύκολα τα ρούχα, τα μεταποιούσαν. Δεν πετούσαν φαγητό, πρόσεχαν. Αυτά όλα άλλαξαν με τα ευρωπαϊκά προγράμματα, τα ευρωπαϊκά δάνεια και με την αλλαγή κουλτούρας που συντελέστηκε. Ο Έλληνας έμαθε να δανείζεται και να χρεώνεται για μια καλύτερη ζωή, για περισσότερα υλικά αγαθά, για το εφήμερο «σήμερα». Έμαθε να καταναλώνει υπέρμετρα, έμαθε να σπαταλάει, έμαθε να πετάει, με συνέπεια να μην μπορούμε να διαχειριστούμε πλέον ούτε τα σκουπίδια μας.
     Η ενωμένη Ευρώπη που οραματιστήκαμε ρομαντικά τότε, «η Ευρώπη των λαών και των πατρίδων», δεν ήταν αυτή που περιμέναμε. Μετεξελίχθηκε σε μια Ευρώπη χωνευτήρι των πατρίδων, των λαών και των παραδόσεων. Μια Ευρώπη που γίνεται ένα κλειστό κλαμπ των διαφόρων ελίτ, που το στοιχείο που την κρατά ενωμένη είναι η διαχείριση των οικονομικών θεμάτων και της δημοσιονομικής πολιτικής των κρατών, προς το συμφέρον των λίγων. Μια Ευρώπη που έχασε την ταυτότητά της και σταδιακά εκφυλίστηκε σε κάτι άλλο, κάτι αλλότριο από τις παραδόσεις της και μια Ε.Ε. που μετατράπηκε σε Ηνωμένες Πολιτείες Ευρώπης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Ιδιαίτερα από τη συνθήκη του Μάαστριχ (1992) και μετά, τότε που η Ε.Ο.Κ. μετεξελίχθηκε σε Ευρωπαϊκή Ένωση, τα πράγματα πήραν άλλο δρόμο. Τα κράτη - μέλη της Ε.Ε. μπήκαν σε διαδικασία ομογενοποίησης, απέκτησαν κεντρική διοίκηση η οποία πλέον παίρνει τις αποφάσεις και χαράσσει πολιτική, καταργώντας έτσι σε μεγάλο βαθμό την ισχύ των αποφάσεων των κοινοβουλίων των ευρωπαϊκών κρατών. Η οικονομία παγκοσμιοποιήθηκε και κατά συνέπεια λογιστικοποίηθηκε, άρα κατέστη ανεξέλεγκτη, αφού απαγορεύτηκε οποιοσδήποτε περιορισμός μετακίνησης κεφαλαίων, με όποια θετικά στοιχεία είχε παράλληλα αυτή η απελευθέρωση. Είναι προφανές, ότι αυτό βοήθησε τα ισχυρά κράτη ή τα κράτη που προετοιμάζονταν γι’ αυτό όπως η Γερμανία, που μόλις είχε ενωθεί μετά την κατάρρευση του τοίχους του Βερολίνου. Όμως, έπειτα απ’ αυτήν την εξέλιξη, σε μεγάλο βαθμό τα κράτη έχαναν την ανεξαρτησία τους και ιδιαίτερα τα αδύναμα, τα οποία λογίζονταν πλέον ως νομαρχίες της Ε.Ε. και απεμπολούσαν έτσι μέρος της κυριαρχίας τους.  Συν τοις άλλοις, η υπερβολική και αδιάκριτη δυτικοφροσύνη των Ευρωπαίων, καθώς και η αλλοίωση της ευρωπαϊκής ταυτότητας, γκρέμισαν  τα θεμέλια πάνω στα οποία στηρίχτηκε η ευρωπαϊκή ενοποίηση, δηλαδή τις  χριστιανικές αξίες, το ρωμαϊκό δίκαιο και την ελληνική κλασσική φιλοσοφία, τοποθετώντας στην θέση τους μια απλή κοινή διαχείριση όπως προαναφέραμε, των οικονομικών θεμάτων.
Εμείς, ως Έλληνες, αφού απορροφήσαμε μερικώς, αλλά σίγουρα με λάθος τρόπο, κονδύλια της Ε.Ε. με τα διάφορα πακέτα (Ντελόρ, Leader, ΕΣΠΑ κ.τ.λ.) και αφού μπήκαμε με λογιστικά μαγειρέματα στο ενιαίο νόμισμα, καλούμαστε τώρα να αποφασίσουμε στην ουσία αν θέλουμε το ευρώ και την Ευρώπη…
Όλα δείχνουν, παρά τη διάψευση της κυβέρνησης, ότι η ψήφιση του ΟΧΙ στο δημοψήφισμα, σημαίνει αυτομάτως έξοδο από το ευρώ, το οποίο με τη σειρά του σημαίνει (σίγουρα βάσει συνθηκών), έξοδο από την Ε.Ε. Υπάρχει ένα θετικό στην όλη υπόθεση. Ο Έλληνας άρχισε, έστω και με το πιστόλι στο κρόταφο, να συζητά για το αν θέλουμε το ευρώ και την Ευρώπη, ή ποια Ευρώπη θέλουμε. Όμως επειδή η ιδιοσυγκρασία μας είναι συγκρουσιακή, αμέσως το κλίμα πολώθηκε και σιγά σιγά, όλοι διαλέγουν στρατόπεδο.
Πριν απαντήσουμε αβίαστα στο ερώτημα περί Ευρώπης και ευρώ, πρέπει να αναφέρουμε ρητά, πως το ερώτημα τίθεται διαφορετικά για κάθε χρονική περίοδο και αυτό είναι το κομβικό σημείο που θα μας δείξει προς τα πού πρέπει να γείρει η πλάστιγγα. Δηλαδή, διαφορετικά πρέπει να απαντήσουμε στο αν έπρεπε να μπούμε το ΄81 στην Ε.Ε., διαφορετικά αν πρέπει να βγούμε σήμερα και διαφορετικά πρέπει να σκεφτούμε, αν θα επιλέξουμε μια έξοδο στο μέλλον. Με το ίδιο σκεπτικό θα έπρεπε να απαντήσουμε στο ερώτημα για το αν έπρεπε να μπούμε στο ευρώ όταν μπήκαμε και διαφορετικά αν πρέπει να βγούμε τώρα ή στο μέλλον.
Η Ε.Ε. δεν είναι σε καμία περίπτωση πανάκεια και όπως έχει ειπωθεί, εάν θέλουμε το ευρώ, το θέλουμε για λόγους συγκυρίας και τακτικής και όχι απαραίτητα ιδεολογίας. Οι Ευρωπαίοι δεν είναι φίλοι μας και αμφιβάλλω αν θέλουν το καλό μας. Εννοείται ότι δεν διορθώνεται κάτι με την διαρκή λιτότητα και τα αυξανόμενα δημοσιονομικά μέτρα. Η συνταγή πρέπει να αλλάξει. Όμως κάποια μέτρα απ’ αυτά που προτείνουν οι «θεσμοί» έπρεπε να τα είχαμε πάρει ήδη μόνοι μας, πριν ακόμα ξεσπάσει η κρίση. Έπρεπε να συζητάμε για την φυγή επιστημόνων στο εξωτερικό. Έπρεπε να συζητάμε πως θα εκμεταλλευτούμε τις νέες τεχνολογίες.  Έπρεπε να έχει ξεκινήσει εδώ και καιρό η κουβέντα για παραγωγική ανασυγκρότηση. Γενικά, πολλά έπρεπε να έχουν γίνει…
Και έρχεται τώρα η κυβέρνηση και τι μας ρωτάει; Θέλετε να πεθάνουμε αύριο ακαριαία ή θέλετε να μας σκοτώνουν σιγά σιγά; Η πρέπουσα απάντηση είναι ΤΙΠΟΤΑ ΑΠΟ ΤΑ ΔΥΟ. Θέλουμε να ζήσουμε και δεν σας εξουσιοδοτούμε να μας διαλύσετε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο και γι’ αυτό η ορθή επιλογή θα ήταν η αποχή. Όμως η αποχή, δεν μπορεί να είναι επιλογή γιατί αφενός δεν μπορεί να φτάσει το όριο στο 60% και να καταστήσει στην ουσία άκυρο το δημοψήφισμα, αφετέρου θα επικρατήσει αναγκαστικά το ΝΑΙ ή το ΟΧΙ, οπότε πρέπει να επιλέξουμε… Να επιλέξουμε να ζήσουμε λίγο ακόμα και να περιμένουμε να αλλάξουν οι συσχετισμοί στην Ευρώπη, να καταλάβουν οι Ευρωπαίοι ότι με τη συνεχόμενη λιτότητα δεν βγαίνει, να βγούνε μπροστά άνθρωποι που θα αλλάξουν την κατάσταση, να περιμένουμε γιατί όχι, ένα θαύμα…  
Πρέπει να επιλέξουμε ποια θα είναι η επόμενη ημέρα. Με το ΝΑΙ ξέρουμε, αύξηση φόρων, μείωση μισθών και συντάξεων κ.τ.λ. Με το ΟΧΙ τι γίνεται; Περιμένω υπομονετικά τις τελευταίες ημέρες να λάβω κάποια απάντηση από τους κυβερνητικούς εκπροσώπους, αλλά μάταια, παρά τις επίμονες ερωτήσεις των δημοσιογράφων. Οπότε, ναι πάμε σε αχαρτογράφητα νερά, όπως λένε όλοι, με ανυπολόγιστες συνέπειες προσθέτω εγώ.  
Δυστυχώς η κυβέρνηση έχει αποδειχτεί επανειλημμένως αναξιόπιστη, με τελευταίο κρούσμα τις δηλώσεις Βαρουφάκη και Σακελλαρίδη, περί μη κινδύνου κλεισίματος των τραπεζών και προσφυγής σε capital control, λίγη ώρα πριν αυτά αποφασιστούν… Οπότε, πως μπορούμε να τους εμπιστευτούμε όταν μας λένε ότι η επόμενη μέρα με το ΟΧΙ θα είναι καλύτερη; Πώς μπορούμε να τους εμπιστευτούμε όταν μας λένε ότι θα ανοίξουν οι τράπεζες και θα αρθούν οι περιορισμοί αναλήψεων; Πώς μπορούμε να τους εμπιστευτούμε όταν μας λένε ότι δεν θα πειραχθούν οι καταθέσεις, ενώ παράλληλα, σύμφωνα με δημοσιεύματα, αρκετοί βουλευτές και υπουργοί της κυβέρνησης έχουν στείλει ήδη τα λεφτά τους έξω; Πώς μπορούμε να τους εμπιστευτούμε όταν δεν μας εξηγούν ποιο είναι το σχέδιό τους για την επόμενη ημέρα και που μας οδηγούν τα αχαρτογράφητα νερά που μας προτείνουν να κολυμπήσουμε;
  Ακόμα και για τις κλειστές τράπεζες η κυβέρνηση αποποιείται την ευθύνη, λέγοντας «μας έκλεισαν  τις τράπεζες για να επηρεάσουν το δημοψήφισμα», ενώ αυτό ήταν απόφαση της Τ.τ.Ε., σε συνεννόηση με το Υπ.Οικ., αφού βέβαια η Ε.Κ.Τ. δεν ενέκρινε επιπλέον χρηματοδότηση. Αν είμαστε ρεαλιστές, θα σκεφτούμε για το αν θα έπρεπε να μας δώσουν επιπλέον ρευστότητα «οι θεσμοί», όταν έχουμε αυτή τη στάση. Μου θυμίζει αυτόν που πάει στην τράπεζα να ζητήσει νέο δάνειο, ενώ στον υφιστάμενο δανεισμό του, δεν πληρώνει τις δόσεις του. Εδώ όμως τίθενται κάποια σοβαρά ερωτήματα. Γιατί η κυβέρνηση αποφάσισε την ρήξη ενώ φρόντισε να εξαντλήσει όλα τα διαθέσιμα από τα Ταμεία και τους Οργανισμούς; Γιατί ενώ ετοιμαζόταν για ρήξη, πλήρωσε το τελευταίο διάστημα τόσα χρήματα στους θεσμούς; Και κυρίως γιατί αφού επέστρεψε στη διαπραγμάτευση δεν το έκανε λίγες ώρες νωρίτερα ώστε να μην τελειώσει το «πρόγραμμα» και χάσουμε τα 10,9 δισ. ευρώ τα οποία φυλάσσονταν στον EFSF για τις ελληνικές τράπεζες και 3,5 δισ. ευρώ από τις εκκρεμείς επιστροφές κερδών των ελληνικών ομολόγων; 
Όποιος σχετίζεται με την αγορά, γνωρίζει ότι μέχρι το Νοέμβριο του 2014 και την προκήρυξη των εκλογών υπήρχε μια, φοβάμαι να το πω, μικρή άνθιση της οικονομίας και δειλά δειλά σηκώναμε κεφάλι. Ακόμα και οι στρόφιγγες στις τράπεζες, ετοιμάζονταν να ανοίξουν. Με την άνοδο στην εξουσία του ΣΥΡΙΖΑ η κατάσταση ανεστράφη και από την προκήρυξη των προεδρικών εκλογών χάσαμε οκτώ πολυτιμότατους μήνες, που μας φέρνουν πολύ πίσω και θα χρειαστούν νέα μέτρα για να επανακάμψουμε, αν προσθέσουμε και τα προαναφερθέντα που χάσαμε λόγω λήξης του προγράμματος.
Να σημειώσουμε εδώ, πως οι έννοιες της κυβέρνησης που διαπραγματεύεται υποτίθεται έξι μήνες (άλλο αν φαίνεται ότι κατέθεσε ουσιαστική πρόταση πριν λίγες μέρες) ήταν  η ψήφιση του νομοσχεδίου για το ισλαμικό τέμενος, η ψήφιση του νομοσχεδίου για την προέκταση του συμφώνου συμβίωσης στα ομόφυλα ζευγάρια και το εθνοκτόνο νομοσχέδιο για την ιθαγένεια. Κατά τα άλλα το κράτος παραπαίει και δεν λειτουργεί τίποτα…
Δεν μπορώ να πω ότι χαίρομαι όταν βλέπω να αναλαμβάνουν μπροστάρηδες στην υποστήριξη του ΝΑΙ ο Μπουτάρης με τον Καμίνη, ούτε ο Θεοδωράκης με τον Τατσόπουλο και τον Βερέμη. Όμως, αυτήν τη χρονική στιγμή η στρατηγική επιλογή μας δεν μπορεί να είναι άλλη από την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας. Δεν μπορεί να είναι έξω από την οικογένεια έστω και αυτής της Ε.Ε. με τις όποιες αδυναμίες της, που περιγράψαμε αναλυτικά παραπάνω. 
Κάποιοι, επιπλήττουν όσους δεν υποστηρίζουν το ΟΧΙ και κραδαίνουν σημαίες πατριωτισμού, υποστηρίζοντας ότι ο λαός μας πάντα σε κρίσιμες στιγμές έλεγε ηρωικά ΟΧΙ. Κάποιοι οπαδοί του ΣΥΡΙΖΑ θυμήθηκαν τον Μεταξά , που σε άλλες περιπτώσεις βγάζουν φλύκταινες ακόμα και με το άκουσμα του ονόματός του. Θυμήθηκαν τις ηρωϊκές στιγμές του έθνους μας, αυτοί που στην πρόσφατη ιστορία μας ήταν οι διαπρύσιοι υπέρμαχοι του ΝΑΙ του σχεδίου Ανάν. Αυτοί που δήλωναν με φανατισμό ΝΑΙ στο ανιστόρητο βιβλίο της ιστορίας της Ρεπούση. Αυτοί που είπαν ΝΑΙ στο «κόψιμο» της Σαμπιχά από τα ευρωψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτοί που σε κάθε εθνικό θέμα βρίσκονται απέναντι. Οπότε ας αφήσουν τα μαθήματα πατριωτισμού και αντίστασης, γιατί αυτά προϋποθέτουν κοινότητα, ταυτότητα, ρίζες και παράδοση, τα οποία πολεμούν με λύσσα.
Επίσης, για αυτούς που συγκρίνουν το ΟΧΙ του δημοψηφίσματος με τα ΟΧΙ του Μεταξά και του Κολοκοτρώνη ξεχνούν κάτι βασικό στη σύγκριση που κάνουν. Τη στιγμή του ΟΧΙ, ο Μεταξάς δεν ρώτησε το λαό να δει τι θα κάνει, ας ήξερε ότι έχει τη σύμφωνη γνώμη του, ούτε ο Κολοκοτρώνης έμπαινε στα σπίτια και ρώταγε τον καθένα ξεχωριστά αν θέλει την Επανάσταση. Ως ηγέτες πήραν την απόφαση και την μεγάλη ευθύνη και μπήκαν μπροστά και ο λαός βέβαια ακολούθησε. Αντίθετα, ο πρόσφατα εκλεγμένος πρωθυπουργός μετά από πέντε μήνες ξεκάθαρης εντολής, «πετάει το μπαλάκι» στο λαό και μας σέρνει σε ένα διχαστικό δίλημμα, με ένα όπως λέγεται, αβάσιμο νομικά δημοψήφισμα. Αυτά για να αποφεύγονται οι συγκρίσεις και οι πατριωτικές κορόνες.
Κάτι τελευταίο. Η ρήση του Χ. Σαρτζετάκη, περί «ανάδελφου έθνους», φαντάζει πολύ επίκαιρη. Σε μια γειτονιά, όπως τα Βαλκάνια, που μοιάζει με μπαρουταποθήκη και σε ένα γεωπολιτικό σημείο ευλογημένο αλλά και ευάλωτο, τριγυρίζουμε μόνοι, χωρίς συμμαχίες και γινόμαστε έτσι έρμαιο στα χέρια αυτών που προσβλέπουν σε κάποιο κέρδος από την κατάντια μας και την πιθανή διάλυσή μας. Ιδιαίτερα, ο αγαπημένος μας γείτονας, η Τουρκία, άρχισε ήδη τη σπέκουλα και θυμηθείτε ότι το επόμενο διάστημα θα εντείνει τις προκλήσεις και θα παιχτεί μεγάλο παιχνίδι γύρω από τη Θράκη και τις Ειδικές Οικονομικές Ζώνες. Φανταστείτε λοιπόν την χρεοκοπημένη Ελλάδα, πώς θα μπορέσει να αντεπεξέλθει σ’ αυτές τις προκλήσεις.
Ζητούμε μια ισχυρή, δημοκρατική, ελεύθερη Ελλάδα, μέσα σε μια δημοκρατική, ελεύθερη Ευρώπη που θα την σέβεται και θα την θεωρεί ισότιμο μέλος. Ας προσευχηθούμε ο Θεός να φωτίσει εμάς και τους πολιτικούς ταγούς μας να κάνουμε το σωστό και να φτάσουμε στο δημοψήφισμα (αν τελικά γίνει) με ψυχραιμία και νηφαλιότητα και ας έχουμε στο μυαλό μας ένα πράγμα: Η επόμενη ημέρα, όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα, να μας βρει ΕΝΩΜΕΝΟΥΣ.

Παναγιώτης Δ. Κωστόπουλος
Πάτρα 02/07/2015